- αειστρεφής
- ἀειστρεφής, -ές (Α)1. αυτός που διαρκώς στρέφεται, κινείται2. (ειδ. για την ψυχή) ανήσυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στρεφὴς < στρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek